- ὡμολογημένως
- ὁμολογέωto beperf part mp masc acc pl (doric)ὡμολογημένωςconfessedlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμολογημένως — Α ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος τού μέσου παρακμ. τού ρ. ὁμολογῶ] … Dictionary of Greek